πρόδουλος — ον, Α (για υπόδημα) μτφ. υπηρετώ σαν δούλος («ἀρβύλας... πρόδουλον ἔμβασιν ποδός», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
πρόδουλον — πρόδουλος serving as a slave masc/fem acc sg πρόδουλος serving as a slave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)